λόφουρος

λόφουρος
λόφ-ουρος ( [full] λοφοῦρος Arist.HA501a6 Bekker), ον, in neut. pl.,
A pack-animals, as horse, ass, mule, Arist.HA491a1, GA755b18, IG 12(1).677.23 (Rhodes, iv/iii B.C.); also called ὑποζύγια, Arist.Pr. 895b12 (cf. 15);

τὰ ζυγὰ τῶν λ. Thphr.HP5.7.6

; opp. τὰ μηρυκάζοντα, ib.3.10.2, cf. 2.7.4. Arist.Pr.l.c.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λόφουρος — και λοφοῡρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει φουντωτή ουρά 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λόφουρα α) τα ζώα που έχουν πυκνή χαίτη και φουντωτή ουρά, όπως ο ίππος, ο όνος και ο ημίονος β) τα υποζύγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος + ουρος (< οὐρά), πρβλ. ίππ… …   Dictionary of Greek

  • λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”